• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

porraccio

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Πηγές

Ιταλικά (it)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
porraccio < porro (πράσο) + -accio

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /porˈrat.t͡ʃo/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

porraccio (it) αρσενικό

  1. (λουλούδι) συνώνυμο του asfodelo (ασφόδελος)
  2. (λαχανικό) συνώνυμο του porrandello (άγριο πράσο)

Πηγές

επεξεργασία
  • porraccio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=porraccio&oldid=6499881"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Νοεμβρίου 2023, στις 14:20

Γλώσσες

    • English
    • Ido
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Νοεμβρίου 2023, στις 14:20. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας