ενικός         πληθυντικός  
porcelain porcelains

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

porcelain (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η πορσελάνη
    ⮡  Porcelain must be handled with care.
    Οι πορσελάνες πρέπει να πιάνονται με προσοχή.