Ετυμολογία

επεξεργασία
polype < polipe < λατινική polypus < αρχαία ελληνική πολύπους

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔ.lip/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
polype polypes

polype (fr) αρσενικό