polype
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- polype < polipe < λατινική polypus < αρχαία ελληνική πολύπους
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
polype | polypes |
polype (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
polype | polypes |
polype (fr) αρσενικό