polynésien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | polynésien | polynésiens |
θηλυκό | polynésienne | polynésiennes |
polynésien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | polynésien | polynésiens |
θηλυκό | polynésienne | polynésiennes |
polynésien (fr)