ενικός         πληθυντικός  
policy policies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

policy (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πολιτική, συγκεκριμένος τρόπος δράσης, αντιμετώπισης προβλημάτων
    ⮡  In his farewell speech, he defended his choices and his policies.
    Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του.