pointilleux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pointilleux | pointilleux |
θηλυκό | pointilleuse | pointilleuses |
Επίθετο
επεξεργασίαpointilleux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pointilleux | pointilleux |
θηλυκό | pointilleuse | pointilleuses |
pointilleux (fr)