Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ply.ʁa.lism/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pluralisme pluralismes

pluralisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία