γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό plumeux plumeux
θηλυκό plumeuse plumeuses

  Επίθετο

επεξεργασία

plumeux (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που φαίνεται να είναι καλυμμένος με πούπουλα