plug and play
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαplug and play (en)
- (πληροφορική) η αυτόματη αναγνώριση και διάρθρωση νέου υλισμικού (hardware) (χωρίς την χρήση DIP switches και pin jumpers)
- ※ Some plug and play devices may come with additional software that is not required to be installed, but may provide additional functionality if installed [1]
- Κάποιες συσκευές plug and play ενδέχεται να συνοδεύονται από πρόσθετο λογισμικό που δεν απαιτείται στην εγκατάσταση, αλλά ενδέχεται να παρέχει πρόσθετη λειτουργικότητα εάν είναι εγκατεστημένο (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ Today, DIP switches are less common because most computers utilize plug and play, so hardware no longer requires manual configuration [2]
- Σήμερα, οι διακόπτες DIP είναι λιγότερο συνηθισμένοι επειδή οι περισσότεροι υπολογιστές χρησιμοποιούν plug and play, οπότε το υλικό δεν απαιτεί πλέον χειροκίνητη διαμόρφωση (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- συντομογραφία: PnP
- ※ Some plug and play devices may come with additional software that is not required to be installed, but may provide additional functionality if installed [1]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- plug and play στην αγγλική Βικιπαίδεια