Ετυμολογία

επεξεργασία
plongeant < plonger

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό plongeant plongeants
θηλυκό plongeante plongeantes

plongeant (fr)

  1. κατευθυνόμενος από πάνω προς τα κάτω
    vue plongeante - προς τα κάτω όψη