plongeant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- plongeant < plonger
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plongeant | plongeants |
θηλυκό | plongeante | plongeantes |
plongeant (fr)
- κατευθυνόμενος από πάνω προς τα κάτω
- vue plongeante - προς τα κάτω όψη