plaintiff
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plaintiff | plaintiffs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplaintiff (en)
- (νομικός όρος) ο ενάγων, η ενάγουσα
- ⮡ counsel for the plaintiff - συνήγορος του ενάγοντος
- ⮡ The plaintiff eventually withdrew the charge.
- Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση.