defendant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
defendant | defendants |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdefendant (en)
- (νομικός όρος) κατηγορούμενος για ποινικά αδικήματα, εναγόμενος για αστικές υποθέσεις
- ⮡ Every defendant has the right to a fair trial.
- Κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
- ⮡ After the defendant’s plea, the counsel began its arguments.
- Μετά την απολογία του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων.
- ⮡ counsel for the defendant - συνήγορος του εναγομένου
- ⮡ Every defendant has the right to a fair trial.