piovasco
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pjoˈva.sko/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
piovasco | piovaschi |
piovasco (it) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη piovere
Πηγές
επεξεργασία- piovasco - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).