piovano
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | piovano | piovani |
θηλυκό | piovana | piovane |
piovano (it)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη piovere
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | piovano | piovani |
θηλυκό | piovana | piovane |
piovano (it)