phosphoreux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- phosphoreux < phosphore
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phosphoreux | phosphoreux |
θηλυκό | phosphoreuse | phosphoreuses |
phosphoreux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phosphoreux | phosphoreux |
θηλυκό | phosphoreuse | phosphoreuses |
phosphoreux (fr)