personnage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
personnage | personnages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpersonnage (fr) αρσενικό
- το πρόσωπο, η προσωπικότητα, η φιγούρα
- un personnage important - ένα σημαντικό πρόσωπο
ενικός | πληθυντικός |
personnage | personnages |
personnage (fr) αρσενικό