Ετυμολογία

επεξεργασία
perlot < perle

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
perlot perlots

perlot (fr) αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) ο καπνός, το ταμπάκο
  2. μικρό στρείδι που ψαρεύεται στις όχθες της Μάγχης