Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
perlant perlants

perlant (fr) αρσενικό

  1. λέγεται για κρασί που εμφανίζει μικρές φυσαλίδες όταν χύνεται στο ποτήρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
perlant perlants

perlant (fr) αρσενικό

  1. κρασί που εμφανίζει μικρές φυσαλίδες όταν χύνεται στο ποτήρι