peripatetica
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- peripatetica < γαλλική peripateticienne
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
peripatetica | peripatetiche |
peripatetica (it)
- αργκό περιπατητική, υποτιμητικό για την πόρνη
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
peripatetica | peripatetiche |
peripatetica (it)