pelucheux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pelucheux | pelucheux |
θηλυκό | pelucheuse | pelucheuses |
Επίθετο
επεξεργασίαpelucheux (fr)
- που δίνει στην αφή την αίσθηση του υφάσματος ορισμένων παιχνιδιών (π.χ. στα αρκουδάκια)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη peluche