Ετυμολογία

επεξεργασία
pelloche < pellicule + -oche

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pelloche pelloches

pelloche (fr) θηλυκό

  • (οικείο) το φιλμ (φωτογραφικής μηχανής ή του κινηματογράφου)