ενικός         πληθυντικός  
pellicule pellicules

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pellicule (fr) θηλυκό

  1. το φιλμ (σε μια φωτογραφική μηχανή ή στον κινηματογράφο)
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) η πιτυρίδα

Συνώνυμα

επεξεργασία