Ετυμολογία

επεξεργασία
peştamalcı < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική پشتمالجی (peştamalcı, που κατασκευάζει ή πουλάει πεστεμάλια)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

peştamalcı (tr)