Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pavillonnaire < passé

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pavillonnaire pavillonnaires

pavillonnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που σχετίζεται με μονοκατοικίες
  2. που έχει μονοκατοικίες