pavillonnaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pavillonnaire < passé
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pavillonnaire | pavillonnaires |
pavillonnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που σχετίζεται με μονοκατοικίες
- που έχει μονοκατοικίες
ενικός | πληθυντικός |
pavillonnaire | pavillonnaires |
pavillonnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό