γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό passionnel passionnels
θηλυκό passionnelle passionnelles

  Επίθετο

επεξεργασία

passionnel (fr)

  • που προκαλείται από πάθος, από μεγάλη αγάπη
    crime passionnel - έγκλημα πάθους