papetier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | papetier | papetiers |
θηλυκό | papetière | papetières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpapetier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | papetier | papetiers |
θηλυκό | papetière | papetières |
papetier (fr)