palyaço

  Ετυμολογία

επεξεργασία
palyaço < (άμεσο δάνειο) ιταλική pagliaccio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paʎjɑːˈt͡ʃɔ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: pal‐ya‐ço

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

palyaço (tr)