Ετυμολογία

επεξεργασία
palme < λατινική palma (φοινικόδεντρο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
palme palmes

palme (fr) θηλυκό

  1. φύλλο φοινικόδεντρου
  2. το βατραχοπέδιλο