Ετυμολογία

επεξεργασία

palingénésie < λατινική palingenesia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.lɛ̃.ʒe.ne.zi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
palingénésie palingénésies

palingénésie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία