paleo-
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- paleo- < palaeo- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιο- < παλαιός
- για διαγλωσσικούς επιστημονικούς όρους: palaeo- < (λόγιο δάνειο) νεολατινική palaeo- < αρχαία ελληνική παλαιο-
Πρόθημα
επεξεργασίαpaleo- (en) ή pale- / palaeo- ή palae-
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίααπλοποιημένες γραφές