Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pairie < pair

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pairie pairies

pairie (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία