Ετυμολογία

επεξεργασία
pairesse < (άμεσο δάνειο) αγγλική peeress

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pairesse pairesses

pairesse (fr) θηλυκό

  1. (στη Μεγάλη Βρετανία) αυτός που κατέχει έναν τίτλο pair
  2. (Γαλλία) η σύζυγος ενός μέλους της Chambre des Pairs