pairesse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pairesse < (άμεσο δάνειο) αγγλική peeress
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pairesse | pairesses |
pairesse (fr) θηλυκό
- (στη Μεγάλη Βρετανία) αυτός που κατέχει έναν τίτλο pair
- (Γαλλία) η σύζυγος ενός μέλους της Chambre des Pairs