Ουσιαστικό

επεξεργασία

pétrin (fr) αρσενικό

  1. η σκάφη όπου κάποιος ζυμώνει το ψωμί ή το αντίστοιχο μηχάνημα (ζυμωτήριο)
  2. πινακωτή