Δείτε επίσης: petiole, pétiolé

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pétiole < λατινική petiolus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.sjɔl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pétiole pétioles

pétiole (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία