pétiolé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pétiolé < pétiole
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pétiolé | pétiolés |
θηλυκό | pétiolée | pétiolées |
pétiolé (fr)
Δείτε επίσης : petiole, pétiole |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pétiolé | pétiolés |
θηλυκό | pétiolée | pétiolées |
pétiolé (fr)