Ετυμολογία

επεξεργασία

périple < λατινική periplus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ʁipl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
périple périples

périple (fr) αρσενικό