Ετυμολογία

επεξεργασία
péripétie < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
péripétie péripéties

péripétie (fr) θηλυκό

  1. η αναπάντεχη ανατροπή
  2. η περιπέτεια