péripétie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- péripétie < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
péripétie | péripéties |
péripétie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
péripétie | péripéties |
péripétie (fr) θηλυκό