Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pâtisserie pâtisseries

pâtisserie (fr) θηλυκό

  1. το ζαχαροπλαστείο
  2. το γλύκισμα, η πάστα
  3. η ζαχαροπλαστική