pâlissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pâlissant < pâlir
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pâlissant | pâlissants |
θηλυκό | pâlissante | pâlissantes |
pâlissant (fr)
- που χλομιάζει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη pâlir