overdot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
overdot | overdots |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoverdot (en)
- σημείο τελείας επάνω από έναν χαρακτήρα (γράμμα)
- μαθηματικό σύμβολο παραγώγων
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | overdot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overdots |
αόριστος | overdotted |
παθητική μετοχή | overdotted |
ενεργητική μετοχή | overdotting |
overdot (en)
- βάζω τόνο σαν τελεία πάνω από χαρακτήρα