orthodontist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
orthodontist | orthodontists |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαorthodontist (en) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο / η ορθοδοντικός οδοντίατρος
ενικός | πληθυντικός |
orthodontist | orthodontists |
orthodontist (en) αρσενικό ή θηλυκό