orientement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- orientement < orienter
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
orientement | orientements |
orientement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
orientement | orientements |
orientement (fr) αρσενικό