Εβραιοϊσπανικά (lad) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔɾfɛliˈnɑtɔ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: or‐fe‐li‐na‐to

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
orfelinato orfelinatos

orfelinato αρσενικό

  • το ορφανοτροφείο
    ※  Eya se engrandesyo en un orfelinato.
    Μεγάλωσε σε ένα ορφανοτροφείο.