ordenador
Ισπανικά (es) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ordenador | ordenadores |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ordenador (es) αρσενικό
- (πληροφορική) ο (ηλεκτρονικός) υπολογιστής, ο κομπιούτερ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ordenador | ordenadores |
ordenador (es) αρσενικό