Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
operating cash flows operating cash flowss

  Ετυμολογία επεξεργασία

operating cash flows < → δείτε τις λέξεις operating και cash flow

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

operating cash flows (en)

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία