Ετυμολογία

επεξεργασία
onwards < on + -wards

  Επίρρημα

επεξεργασία

onwards (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (from…onwards) από…και μετά, που συνεχίζεται από μια συγκεκριμένη στιγμή
    ⮡  From her marriage onwards, she became another person.
    Από το γάμο της και μετά έγινε άλλος άνθρωπος.

Άλλες γραφές

επεξεργασία