oni
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- oni < γαλλική on
Προφορά επεξεργασία
Αντωνυμία επεξεργασία
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | oni |
αιτιατική | onin |
oni (eo)
- αόριστη προσωπική αντωνυμία, χρησιμοποιείται με την έννοια: «οι άλλοι», «ο κόσμος», «κανείς», όπως το «on», στα γαλλικά ή το «man» στα γερμανικά
- oni diras ke... - λένε ότι...
- oni povas iri per trajno - μπορεί κανείς να πάει με τρένο
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Αντωνυμία επεξεργασία
oni (pl)