omniprésent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔm.ni.pʁe.zɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | omniprésent | omniprésents |
θηλυκό | omniprésente | omniprésentes |
omniprésent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | omniprésent | omniprésents |
θηλυκό | omniprésente | omniprésentes |
omniprésent (fr)