• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

olandese

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Ιταλικά (it)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
olandese olandesi

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

olandese (it)

  • ολλανδικός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

olandese (it)

  1. (εθνικό όνομα) Ολλανδός
  2. (γλώσσα) ολλανδικά
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=olandese&oldid=5654491"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2023, στις 10:02

Γλώσσες

    • Asturianu
    • Corsu
    • Deutsch
    • English
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Lëtzebuergesch
    • Lietuvių
    • Nederlands
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Shqip
    • Тоҷикӣ
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • 中文
    • Bân-lâm-gú
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2023, στις 10:02.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie