observationnel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- observationnel < observation
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | observationnel | observationnels |
θηλυκό | observationnelle | observationnelles |
observationnel (fr)
- (σχετικά με την επιστήμη) που βασίζεται στην παρατήρηση